κουτσομπολιό

κουτσομπολιό
τό
1) сплетничанье; 2) πλ. сплетни, пересуды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κουτσομπολιό" в других словарях:

  • κουτσομπολιό — το σχολιασμός, συνήθως κακόβουλος, πράξεων ή υποθέσεων τρίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. κουτσομπολιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπολιό — το κατασυκοφάντηση, σπερμολογία, κακογλωσσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κους-κους — το 1. κουτσομπολιό 2. οι ρίζες τού αρωματικού φυτού βετιβερία, καθώς και ποτό που εξάγεται από το βράσιμο τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κουτσομπολιό» είναι ηχομιμητική] …   Dictionary of Greek

  • ακουτσομπόλευτος — η, ο [κουτσομπολεύω] αυτός, για τον οποίο δεν έγινε κουτσομπολιό, τού οποίου δεν κακολόγησαν ή δεν σχολίασαν την ιδιωτική ζωή …   Dictionary of Greek

  • αστερόλεσχος — ἀστερόλεσχος, ο (Μ) αυτός που φλυαρεί για τ αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + λεσχος < λέσχη «συζήτηση, φλυαρία, κουτσομπολιό»] …   Dictionary of Greek

  • κακογλωσσιά — η [κακόγλωσσος] κακολογία, διαβολή, κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek

  • κοτσομπολιό — το βλ. κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek

  • κουσέλι — το συκοφαντία, κακολογία, κουτσομπολιό, κουσκουσουριά …   Dictionary of Greek

  • κουσκουσουριά — και κουρκουσουριά και κορκοσουριά, η [κουσκουσούρης] κακολογία, κουτσομπολιό, κακογλωσιά, καταλαλιά …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπολειό — το βλ. κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπόλεμα — το [κουτσομπολεύω] κουτσομπολιό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»